καρδιολογος-καρατζας-αθηνα

Η καρδιά μας χωρίζεται σε τέσσερις κοιλότητες, οι δύο πάνω ονομάζονται κόλποι και οι δύο κάτω κοιλίες. Για να κυκλοφορεί το αίμα σε όλο το σώμα πρέπει οι κοιλότητες αυτές να συσπώνται.

 Η καρδιά είναι στην ουσία μία αντλία, η οποία για να συσπασθεί χρειάζεται ένα μικρό ηλεκτρικό ερέθισμα, μια «σπίθα», η οποία παράγεται και διοχετεύεται από το ηλεκτρικό σύστημα της καρδιάς

Η συστολή δεν γίνεται ταυτόχρονα σε όλες τις κοιλότητες μαζί. Πρώτα ξεκινά η συστολή των κόλπων που γεμίζει τις κοιλίες με αίμα και στη συνέχεια (με διαφορά δεκάτων του δευτερολέπτου) η συστολή των κοιλιών. Η εκτέλεση αυτών των λειτουργιών γίνεται από το ‘ηλεκτρονικό σύστημα’ το οποίο διαθέτει η καρδιά.

Το σύστημα αυτό αποτελείται από ένα σύστημα παραγωγής και ένα σύστημα μεταφοράς του ερεθίσματος. Το ηλεκτρικό ερέθισμα παράγεται από τον φλεβόκομβο που βρίσκεται στον δεξιό κόλπο της καρδιάς και καθορίζει το ρυθμό με τον οποίο συσπάται η καρδιά μας, γι' αυτό και είναι ο φυσικός μας «βηματοδότης». Από εκεί το ηλεκτρικό ρεύμα φθάνει σ' έναν κεντρικό κόμβο και μεταδίδεται στις κοιλίες μέσω δύο «καλωδίων», του αριστερού και του δεξιού.

Οταν το ηλεκτρικό σύστημα της καρδιάς δυσλειτουργεί και ο ρυθμός της καρδιάς πέσει κάτω από ένα όριο (περίπου κάτω απο 40 παλμούς το λεπτό), μπορεί να εμφανιστούν διάφορα συμπτώματα όπως ζαλάδες, δύσπνοια, μειωμένη ικανότητα για φυσική άσκηση, ή ακόμη και απώλεια αισθήσεων. Σε αυτές τις περιπτώσεις αφού διενεργηθούν οι απαραίτητες εξετάσεις και επιβεβαιωθεί η βλάβη, τότε ο ασθενής θα χρειαστεί βηματοδότη.

Ο βηματοδότης λοιπόν, είναι μια μικρή ηλεκτρονική συσκευή (σε μέγεθος σπιρτόκουτου) που παράγει ηλεκτρικούς παλμούς οι οποίοι βοηθούν την καρδιά να συσπάται ρυθμικά.Ο βηματοδότης μετρά τα φυσιολογικά ερεθίσματα της καρδιάς και όταν αυτά πάψουν να υπάρχουν τότε ενεργοποιείται. Ο βηματοδότης πρόκειται για μια ιδιαίτερα περίπλοκη συσκευή η οποία λειτουργεί μόνο όταν πέσει ο φυσιολογικός ρυθμός της καρδιάς κάτω από το καθορισμένο όριο.

Το σύστημα του βηματοδότη αποτελείται από δύο μερη:

α) τη γεννήτρια, η οποία είναι υπεύθυνη για τη παραγωγή των ερεθιμάτων 
β) τα ηλεκτρόδια, τα οποία μεταβιβάζουν τα ερεθίσματα στην καρδιά, και ταυτόχρονα μεταφέρουν στο βηματοδότη τα σήματα από την καρδιά .

Χρησιμοποιώντας τα σήματα αυτά, στη περίπτωση που η συχνότητα των φυσικών παλμών της καρδιάς πέσει κάτω από το όριο, τότε η γεννήτρια στέλνει ερεθίσματα για να αναγκάσει την καρδιά να συσπαστεί. Αντίστοιχα στη περίπτωση που η συχνότητα είναι μεγαλύτερη από τη συχνότητα των ερεθισμάτων που εκπέμπει ο βηματοδότης, τότε αναστέλλει την παραγωγή τους.

Η εμφύτευση του βηματοδότη γίνεται από το καρδιολόγο σας με χειρουργείο με χρήση τοπικής αναισθησίας. Η εμφύτευση μπορεί να διαρκέσει από 30 ώς 60 λεπτά της ώρας. Για λίγες μέρες ο ασθενής μπορεί να αισθάνεται έναν ελαφρύ πόνο στο σημείο της τομής. Τα ράμματα αφαιρούνται μετά από μία περίπου εβδομάδα.

Ο βηματοδότης πρέπει να ελέγχεται από το καρδιολόγο σας για τη σωστή λειτουργία του, περίπου μία φορά το χρόνο. Πολλοί βηματοδότες έχουν ενσωματωμένο σύστημα παρακολούθησης και καταγραφής του ρυθμού από το οποίο ο καρδιολόγος μπορεί να πάρει πολύτιμες πληροφορίες για τη λειτουργία της καρδιάς. Η αντικατάσταση του βηματοδότη είναι απλούστερη από την αρχική εμφύτευση αφού αλλάζουμε μόνο τη κεντρική συσκευή και όχι τα ηλεκτρόδια. Να αναφέρουμε ότι οι σύγχρονες συσκευές έχουν πλεόν πολυετή βίο (5-10 χρόνια).

Ο βηματοδότης δεν περιορίζει τον ασθενή σε καμιά φυσική δραστηριότητα. Φυσικά καλό ειναι η φυσική άσκηση να είναι ανάλογη με την ικανότητά του ασθενούς.